- φθινόκαρπος
- φθῐνόκαρπος, -ον1 with its fruitfulness destroyed καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα (sc. δρῦς) P. 4.265
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φθινόκαρπος — having lost its fruitfulness masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινόκαρπος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για δέντρο) αυτός τού οποίου πέφτουν οι καρποί ή αυτός που έχασε τη γονιμότητά του, τη δύναμη τής καρποφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθιν τού ρ. φθίνω* + συνδετικό φωνήεν ο + καρπός (πρβλ. ὠλεσί καρπος)] … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
ՊՏՂԱԿՈՐՈՅՍ — ( ) NBH 2 0664 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. φθινόκαρπος qui fructum amisit (բայց այլոց՝ φθινοπορινόσ autumnalis, brumalis ). Որ կորուսեալ է կամ կորուսանէ զպտուղ իւր. (եւ կամ չհասուցանէ մինչ ʼի ձմեռն). *Ծառք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)